αναστυλώνω

αναστυλώνω
στηρίζω κάτι με στύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθ. ανά + στύλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναστυλωτής — ο, θηλ. αναστυλώτρια [αναστυλώνω] αυτός που κάνει αναστύλωση …   Dictionary of Greek

  • αναστύλωση — η [αναστυλώνω] υποστήριξη με στύλους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”